βαγένι

βαγένι
το
ξύλινο βαρέλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαγένι — και βαγόνι, το (Μ βαγένιον και βαγένιν και βαγοίνιον) ξύλινο βαρέλι για κρασί νεοελλ. κυλινδρικός θόλος ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαγένι < μσν. βαγένιον βαγοίνιον < (σλαβ.) vagan με πιθανή επίδραση του λαγένι «στάμνα» ή, τέλος, κατ άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ваган — корыто, деревянная миска , укр. ваган, болг. ваган определенная мера , сербохорв. ва̀ган мера зерна , словен. vagàn, vagana – то же, чеш. vahan, слвц. vahan квашня . Из слав. заимств. лит. vogõnas круглая деревянная посудина для сливочного… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βαγεναρειό — το (Μ βαγεναρεῑον) [βαγένι] η αποθήκη για τα βαρέλια του κρασιού νεοελλ. εργαστήριο όπου κατασκευάζουν βαγένια …   Dictionary of Greek

  • βαρέλι — το 1. δοχείο που αποτελείται από σανίδες οι οποίες συσφίγγονται κυκλικά με ξύλινη ή μεταλλική στεφάνη και έχουν δύο παράλληλους πυθμένες, βαγένι: Θα σας δώσω κρασί απ το παλιό βαρέλι. 2. κάθε μεγάλο μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο: Στάζει το βαρέλι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”